Όταν ο βλενογόνος ιστός που καλύπτει το εσωτερικό τοίχωμα της μήτρας (ενδομήτριο), αναπτυχθεί σε διαφορετικά μέρη του γυναικείου σώματος, εκτός της μήτρας, τότε μιλάμε για ενδομητρίωση. Οι περιοχές αυτές που το ενδομήτριο αναπτύσσεται όπου δεν ανήκει φυσιολογικά, μπορεί να είναι: οι ωοθήκες, οι σάλπιγγες, ο τράχηλος της μήτρας ή η εξωτερική επιφάνεια της μήτρας, το περιτόναιο που επενδύει τα τοιχώματα και όργανα της κοιλιάς, το έντερο, η κύστη ή το ορθό.
Η ενδομητρίωση είναι καλοήθης πάθηση κι όχι καρκινογόνος, αλλά αυτός ο έκτοπος ιστός δημιουργεί, στα σημεία λοιπόν που εγκλωβίζεται, εστίες μικρού μεγέθους με αίμα, που ενώ αιμορραγούν κατά τη διάρκεια της έμμηνου ρύσεως, δεν έχουν τρόπο να αποβληθούν από το σώμα της γυναίκας. Για το λόγο αυτό ακριβώς δημιουργείται φλεγμονή, πόνο, υπογονιμότητα και βαριές εμμηνορυσίες.
Ειδικότερα, τα συμπτώματα της ενδομητρίωσης:
-Ο πόνος: συνήθως χαμηλά στην κοιλιά. Η ένταση του πόνου δεν εξαρτάται από την έκταση της ενδομητρίωσης. Μερικές γυναίκες δεν έχουν πόνο και παρόλα αυτά η ενδομητρίωση είναι διάσπαρτη σε πολλές και μεγάλες περιοχές, ενώ άλλες γυναίκες με οξύ και δυνατό πόνο έχουν λίγες και μικρές εστίες ενδομητρίωσης.
-Δυσμηνόρροια (έντονος πόνος περιόδου), που χειροτερεύει με την πάροδο του χρόνου.
-Χρόνιος πόνος χαμηλά και πίσω στη λεκάνη
-Πόνος κατά τη διάρκεια και μετά την σεξουαλική επαφή (δυσπαρεύνια)
-Γαστρεντερικές ενοχλήσεις, πόνος στο έντερο
-Επίπονες εντερικές κινήσεις και ούρηση στην εμμηνορυσία
-Βαριές εμμηνορρυσίες
-Μικρή διαφυγή αίματος/κηλίδες αίματος, μεταξύ των διαστημάτων της έμμηνου ρύσεως.
-Υπογονιμότητα
-Γυναίκες με ενδομητρίωση πολλές φορές παρουσιάζουν γαστρεντερικά προβλήματα όπως διάρροια, δυσκοιλιότητα, μετεωρισμό (φούσκωμα) ειδικά κατά την διάρκεια των περιόδων.
Η ενδομητρίωση είναι ένα συχνό πρόβλημα υγείας για τις γυναίκες. Είναι η δεύτερη σε συχνότητα μεγαλύτερη γυναικολογική πάθηση, μετά το ινομύωμα. Μπορεί να συμβεί σε οποιαδήποτε γυναίκα έχει έμμηνο ρύση, αλλά είναι πιο συνηθισμένη στις ηλικίες μεταξύ 25 έως 40 ετών. Πρέπει να συνυπολογιστεί, πως πολλές γυναίκες έχουν ενδομητρίωση και δεν το γνωρίζουν.
Η συμπτωματολογία, το ιστορικό, η γυναικολογική εξέταση και το υπερηχογράφημα μπορεί να θέσουν σοβαρή υποψία για την ύπαρξή της. Η διάγνωση γίνεται με:
-Λαπαροσκόπηση
-Γυναικολογική εξέταση, όπου μπορεί να ψηλαφηθούν οζίδια
-Κολπικό υπερηχογράφημα, που εντοπίζονται οι ενδομητριωσικές κύστεις ωοθηκών (ενδομητριώματα). Η μαγνητική τομογραφία (MRI) έχει την ίδια διαγνωστική αξία με το κολπικό υπερηχογράφημα για τα ενδομητριώματα.
Η θεραπεία της ενδομητρίωσης μπορεί να είναι φαρμακευτική, χειρουργική ή συνδυασμός και των δύο. Το είδος της θεραπείας εξαρτάται από την ηλικία της ασθενούς, την επιθυμία για εγκυμοσύνη, την ένταση και διάρκεια των συμπτωμάτων, το στάδιο της νόσου και εάν πρόκειται για πρωτοπαθή νόσο η υποτροπή. Η χειρουργική θεραπεία ενδείκνυται σε ασθενείς νεαρής ηλικίας που θέλουν να διατηρήσουν ή να βελτιώσουν την αναπαραγωγική τους ικανότητα και σε γυναίκες με υπογονιμότητα, που οφείλεται στην ενδομητρίωση. Η λαπαροσκόπηση ενδείκνυται στον μεγαλύτερο αριθμό ασθενών, αφού έχει πολλά πλεονεκτήματα, όπως μικρότερη νοσηρότητα, λιγότερες πιθανότητες υποτροπής και μετεγχειρητικές συμφύσεις και άρα καλύτερα ποσοστά γονιμότητας. Η λαπαροτομία (το ανοιχτό χειρουργείο), πρέπει να εφαρμόζεται σε προχωρημένα στάδια της νόσου και στις γυναίκες που απαιτείται ριζική θεραπεία και δεν είναι απαραίτητη η διατήρηση της γονιμότητας.
Ο πόνος της ενδομητρίωσης μπορεί να επηρεάσει άμεσα την ζωή μιας γυναίκας. Μελέτες έχουν δείξει ότι γυναίκες με ενδομητρίωση συχνά λείπουν από το σχολείο, τη δουλειά ή τις κοινωνικές εκδηλώσεις. Είναι πρόβλημα που μπορεί να επηρεάσει τις σχέσεις με τον σύντροφο, τους φίλους, τα παιδιά, τους συνεργάτες. Η έγκαιρη διάγνωση και αποκατάσταση των βλαβών της νόσου συμβάλλει στην πρόληψη της ενδομητρίωσης και στη βελτίωση της ποιότητας ζωής πολλών γυναικών που πάσχουν απ’ αυτήν.